- κοροκόσμιον
- κοροκόσμιον, τὸ (Α)1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού2. η κόρη τού οφθαλμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ-η + συνδετικό φωνήεν -ο- + κόσμ-ιον «στολίδι» (< κόσμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοροκόσμιον — girl s toy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροκοσμίοις — κοροκόσμιον girl s toy neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροκοσμίων — κοροκόσμιον girl s toy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροκόσμια — κοροκόσμιον girl s toy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)